Σινωπεῦσι

Σινωπεῦσι
Σινωπεύς
an inhabitant thereof
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκατοικώ — συγκατοικῶ, έω, ΝΑ [συγκάτοικος] νεοελλ. κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος αρχ. 1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», Πλούτ.) 2. μτφ. συνυπάρχω («γέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”